-
1 πλάστιγξ
A scale of a balance, Ar. Pax 1248 ; ; τιθέναι εἰς πλάστιγγας, ἐν πλάστιγγι ζυγοῦ κεῖσθαι, Pl.Ti. 63b, R. 550e : metaph.,ἀνώμαλοι πλάστιγγες ἀστάτου τύχης Trag.Adesp.179
;ὅταν δαίμων ἀνδρὸς εὐτυχοῦς τὸ πρὶν πλάστιγγ' ἐρείσῃ τοῦ βίου παλίρροπον S.Fr.576.5
(prob. for μάστιγ'); τὸ τεᾷ π. δοθὲν μακαριστότατον τελέθει Lyr.Adesp.139
;ὥσπερ ἐπὶ πλάστιγγος ἀντιρρέπων Ph.2.170
;εἰς τὴν αὐτὴν τιθεὶς π. τὴν μέθην τῇ μανίᾳ Ath.1.11a
.2 disk poised on the top of theῥάβδος κοτταβική, καθ' ὅσον ἂν τὸν κότταβον ἀφεὶς ἐπὶ τὴν π. ποιήσῃ πεσεῖν Antiph.55.6
, cf. Hermipp.47.8 (anap.) ;π. ἡ χαλκοῦ θυγάτηρ CritiasFr.1D.
, cf. Poll.6.110.III pl., surgical splints, Hippiatr.24,74 ; in form [full] πλήστιγγες, Hp. ap. Gal.19.131.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλάστιγξ
-
2 πλάστιγξ
πλάστιγξ, ἡ, ion. πλῆστιγξ, 1) die Zunge am Wagebalken, dah. der Wagebalken selbst u. die Wage; ἐν πλάστιγγι ζυγοῠ κειμένου ἑκατέρου, Plat. Rep. VIII, 550 e; τιϑεὶς εἰς πλάστιγγας, Tim. 63 b; τὼ πλάστιγγε, Ar. Ran. 1374; u. Sp., εἰς πλάστιγγα δικαίην νειμάμενοι, Ep. ad. 10 (XII, 88); übertr. sagt Ath. I, 11 vom Homer εἰς τὴν αὐτὴν τιϑεὶς πλάστιγγα τὴν μέϑην τῇ μανίᾳ. – Bei Hesych. auch τὸ πρὸς τοὺς κοττάβους πινάκιον, oder nach Suid. τὸ κοῖλον τοῠ κοττάβου. – Von den Austerschalen, Opp. Hal. 2, 179. – 2) wegen der Aehnlichkeit das Joch der Pferde, χρυσῆ δὲ πλάστιγξ αὐχένα ζυγηφόρον πώλων ἔκλῃε, Eur. Rhes. 303. – 3) die Peitsche, χαλκηλάτῳ πλάστιγγι λυμανϑὲν δέμας, Aesch. Ch. 288. – 4) Tellerchen, Antiphan. bei Ath. XV, 667 a.
-
3 περι-αμπ-έχω
περι-αμπ-έχω if, ἔχω), ringsherum anlegen, τὰ ὀστᾶ μετὰ τῶν σαρκῶν καὶ δέρματος, Plat. Phaed. 98 d; med. sich umhüllen, τοιαῠτα καὶ ὀνόματα καὶ ῥήματα περιαμπέχονται Σατύρου – δοράν, Conv. 221 e; übertr. τὴν μέϑην, Ael. V. H. 14, 41; Plut. u. A.
-
4 έκδοτος
ος, ον1) предавшийся (чему-л.); пристрастившийся (к чему-л.);έκδοτ εις την μέθην — пристрастившийся к пьянству;
2) распутный, развратный;διάγω βίον έκδοτον — вести распутную жизнь
-
5 μέθη
A strong drink, καλῶς ἔχειν μέθης to be pretty well drunk, Hdt.5.20;ὑπερπλησθεὶς μέθης S.OT 779
;μέθῃ βρεχθείς E.El. 326
;ἡ ἀπειρία τῆς μ. Antipho 4.3.2
;ἐσφαλμένος ὑπὸ μέθης Pl.R. 396d
; μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ συμποδίσαι τινά ib. 488c; μ. εὐώδης παλαιός fragrant old wine, Hp.Epid.7.82.II drunkenness,μ. αἰώνιος Pl.R. 363d
;πίνειν εἰς μέθην Id.Lg. 775b
; μέθῃ χρῆσθαι ib. 674a;διὰ μέθης ποιήσασθαι.. τὴν συνουσίαν Id.Smp. 176e
;κωμάζειν μετὰ μέθης Id.Lg. 637b
;τρεῖς εἶχεν προφάσεις, μέθην, ἔρωτα, ἄγνοιαν D.21.38
: pl., carousals, Democr.159, Pl.Lg. 682e; , cf. LXX Ju.13.15, Ep.Rom.13.13, etc.2 metaph.,ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου ναυτιᾷ Pl.Lg. 639b
, cf. Metrod.Herc.831.18;μ. νηφαλίῳ κατασχεθεὶς ὥσπερ οἱ κορυβαντιῶντες Ph.1.16
, cf.2.320.
См. также в других словарях:
παρρησία — η, ΝΜΑ 1. η ελεύθερη έκφραση γνώμης, το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια («τἀληθῆ μετὰ παρρησίας ἐρῶ πρὸς ὑμᾱς», Δημοσθ.) 2. η ελευθερία τής προσέγγισης, το θάρρος τού χριστιανού να προσεγγίσει τον Θεό, να κοινωνήσει ή… … Dictionary of Greek